- παραλληλόγραμμος
- -η, -οαυτός που έχει πλευρές ή γραμμές παράλληλες: Σχήμα παραλληλόγραμμο, διάταξη παραλληλόγραμμη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παραλληλόγραμμος — bounded by parallel lines masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλληλόγραμμος — η, ο / παραλληλόγραμμος, ον ΝΑ 1. (για επιφάνειες) αυτός που έχει τις απέναντι πλευρές του παράλληλες 2. το ουδ. ως ουσ. το παραλληλόγραμμο μαθημ. τετράπλευρο με τις απέναντι πλευρές του παράλληλες νεοελλ. 1. φρ. α) «νόμος παραλληλογράμμου» μαθημ … Dictionary of Greek
παραλληλογράμμως — παραλληλόγραμμος bounded by parallel lines adverbial παραλληλόγραμμος bounded by parallel lines masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλληλόγραμμον — παραλληλόγραμμος bounded by parallel lines masc/fem acc sg παραλληλόγραμμος bounded by parallel lines neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλληλογράμμοις — παραλληλόγραμμος bounded by parallel lines masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλληλογράμμου — παραλληλόγραμμος bounded by parallel lines masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλληλογράμμων — παραλληλόγραμμος bounded by parallel lines masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλληλογράμμῳ — παραλληλόγραμμος bounded by parallel lines masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλληλόγραμμα — παραλληλόγραμμος bounded by parallel lines neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλληλόγραμμοι — παραλληλόγραμμος bounded by parallel lines masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)